- Δυσελένας
- Δυσελένᾱς , Δυσελέναill-starred Helenfem acc plΔυσελένᾱς , Δυσελέναill-starred Helenfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δυσελένα — Δυσελένα, η (Α) η Ελένη που προκάλεσε δυστυχία («Λήδας σκύμνου δυσελένας», Ευρ.) … Dictionary of Greek